- τατικός
- -ή, -όν, Α [τατός]1. αυτός που ασκεί τάση2. (κυρίως το ουδ.) τὸ τατικόνδεινό, φοβερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τατικός — territibile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τατικώτερον — τατικός territibile adverbial comp τατικός territibile masc acc comp sg τατικός territibile neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τατικούς — τατικός territibile masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοτατικός — ή, ό φρ. «μυοτατικό αντανακλαστικό» φυσιολ. μονοσυναπτικό νωτιαίο αντανακλαστικό μυϊκής προελεύσεως που προκαλείται από την διέγερση νευρομυϊκών ατράκτων οι οποίες ενεργοποιούνται από αισθητικές νευρικές ίνες που εισδύουν στον νωτιαίο μυελό.… … Dictionary of Greek
υπερτατικός — ή, ό, Ν 1. υπερτασικός 2. αυτός που προκαλεί υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τατικός (< τατός < συνεσταλμένη βαθμίδα τᾰ τού τείνω, πρβλ. τάσις)] … Dictionary of Greek